μπουλούκμπασης

μπουλούκμπασης
ο (Μ μπουλούκμπασης)
(επί τουρκοκρατίας) α) μπουλουξής, διοικητής μονάδας γενιτσάρων
β) κατώτερος Τούρκος αξιωματικός με αστυνομικά καθήκοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bolukbaşi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Φλέσσας — Επώνυμο οικογένειας της Πελοποννήσου, της οποίας το όνομα συνδέεται με τους αγώνες των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Γεώργιος Φ. του Παναγιώτη, που γεννήθηκε στην Πολιανή της επαρχίας Λεονταρίου (1716). Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”